Βλαχερνών, μονή

Βλαχερνών, μονή
Γυναικείο μοναστήρι του νομού Ηλείας, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. Ο χρόνος ίδρυσης του μοναστηριού είναι άγνωστος, πάντως συμπεραίνεται ότι δεν είναι παλαιότερο του 9ου αι. Κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας είχε περιέλθει στους Λατίνους μοναχούς και μόλις κατά τον 17o αι., ίσως μετά το 1628, το επανέκτησαν οι ορθόδοξοι. Έπαθε πολλές καταστροφές από τους διάφορους επιδρομείς (Τούρκους και Αλβανούς), ενώ κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ. Το καθολικό του μοναστηριού είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική· διαιρείται σε εξωνάρθηκα, εσωνάρθηκα ή πρόναο και στον κυρίως ναό. Το ανατολικό τμήμα της εκκλησίας ήταν χτισμένο προγενέστερα (τέλη 12ου με αρχές 13ου αι.)· αργότερα οι Φράγκοι τροποποίησαν το αρχικό σχέδιο και έκαναν προσθήκες. Εξωτερικά έχει πλούσιο κεραμοπλαστικό διάκοσμο και εσωτερικά τοιχογραφίες που χρονολογούνται από τα μέσα του 18ου αι. Διαθέτει βιβλιοθήκη όπου φυλάσσονται πατριαρχικά σιγίλια και άλλα έγγραφα, καθώς και έντυπα βιβλία. Μεταξύ των κειμηλίων περιλαμβάνονται ευαγγέλια, ασημένια εκκλησιαστικά σκεύη, σταυροί, άμφια, λειψανοθήκες κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • ВЛАХЕРНСКИЙ МОНАСТЫРЬ — Влахернский мон рь близ Арты Влахернский мон рь близ Арты [греч. ἡ Βλαχέρνα], памятник поздневизант. архитектуры и живописи, расположенный к северо востоку от г. Арта (Эпир, Греция). Впервые упоминается в соборном послании Навпактского митр.… …   Православная энциклопедия

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Θεοφανώ — Όνομα αυτοκρατειρών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. 1. Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (αρχές 9ου αι.). Ήταν ανιψιά της βασίλισσας Ειρήνης και σύζυγος του Σταυρακίου, γιου του αυτοκράτορα Νικηφόρου A’ (802 811). Εξαιτίας του τραυματισμού του στη μάχη… …   Dictionary of Greek

  • Μετοχίτης, Γεώργιος — (; – 1328). Θεολόγος και διπλωμάτης. Υπήρξε θερμός υποστηρικτής της ένωσης των εκκλησιών, ενώ στα συγγράμματά του εναντιώθηκε με κάθε τρόπο στους αντιπάλους της. Όταν ο πατριάρχης Ιωάννης Βέκκος καθαιρέθηκε (Ιανουάριος, 1283) ο Μ. εξορίστηκε στο… …   Dictionary of Greek

  • Πετραλείφας — Επώνυμο περίφημης οικογένειας του Βυζαντίου, που έδρασε από τον 11o μέχρι τον 13o αι. Πρώτος της οικογένειας αυτής αναφέρεται ο Πέτρος ντ’ Άλφια, από τη γαλλική Νορμανδία, ο οποίος το 1081 ακολούθησε τον ηγεμόνα των Νορμανδών της Κάτω Ιταλίας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”